- παραχοντραίνω
- (μτβ.)1. κάνω κάποιον ή κάτι υπερβολικά χοντρό, παραπαχαίνω2. συντελώ στο να φαίνεται κάποιος παχύτερος από ό,τι είναι («αυτό το κοστούμι σε παραχοντραίνει»)3. μτφ. μεγεθύνω υπέρμετρα, υπερβάλλω («τά παραχοντραίνει τα πράγματα»)4. (αμτβ.) γίνομαι υπερβολικά παχύς, χοντραίνω υπερβολικά.
Dictionary of Greek. 2013.